ψιάς — ψιά̱ς , ψιά play fem acc pl ψιάς drop fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιάδας — ψιάς drop fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιάδες — ψιάς drop fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιάδος — ψιάς drop fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιάδων — ψιάς drop fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψίαξ — ακος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιάς». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψι τού ψιάς* «σταγόνα» με επίθημα αξ, ακος (πρβλ. πίν αξ)] … Dictionary of Greek
ψίδες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ψιάδες, ψακάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ψι τού ψιάς «σταγόνα», με επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
ψίς — ιδός, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ψίδες ψιάδες, ψεκάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψιάς* και εμφανίζει επίθημα ίς] … Dictionary of Greek
ψιάζω — (I) και δωρ. τ. ψιάδδω Α παίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από το ἑψιῶμαι* «διασκεδάζω», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος, κατά τα ρ. σε άζω]. (II) Α [ψιάς, άδος] (κατά τον Ησύχ.) «ψακάζω» … Dictionary of Greek
ψιά — ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc/acc dual ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ψιάς drop fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)